Το ιριδίζον σώμα Στεφανία Στεφάνου

Το ιριδίζον σώμα

Η επιθυμία είναι η άγνωστη φλόγα που μας οδηγεί 

Η νόηση είναι ο κριτής: 

Η κρύα φλόγα μου μας ζεσταίνει και δημιουργεί 

ισορροπία μέσα, έξω. 

Συγγραφέας: Στεφανία Στεφάνου
Εκδόσεις: Εκδόσεις Δρόμων
Έτος έκδοσης: 2008
Αριθμός σελίδων: 40
ISBN: 978-960-8330-94-8

Αγαπημένη μου Στεφανία,

Σήμερα το πρωί με καθαρό μυαλό διάβασα τις ποιητικές συλλογές σου όπως και την ωραία φολοσότροπη κριτική από τον κύριο Νίκο Μακρή.

Πραγματικά εντυπωσιάστηκα από το προσωπικό σου ύφος, τη μουσικότητα του λόγου, τις υπαρξιακές σου αναταράξεις, την ευγένεια των συναισθημάτων, την πρωτοτυπία των εικόνων, την ποιητική μεταρσίωση του βιώματος σε κόσμους πρωτόγνωρους, τη θετική αποτίμηση των εγκοσμίων. Μόλη τη γνώση των εγκοσμίων που αποφέρει η ωριμότητα δεν συνοδεύονται από καμία απαισιοδοξία οι αλήθειες και η γνησιότητα των πραγμάτων. Έτσι πετυχαίνεις αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «κάθαρση» και που για μένα παραμένει πάντα ο σκοπός της ποιητικής δημιουργίας: Να μεταπλάθει τη σκληρή και απαράδεκτη πολλές φορές πραγματικότητα σε κάτι νέο, όμορφο και παρήγορο, προσφέροντας τη διαφυγή, στα αδιέξοδα της ζωής. Περιττό να σου πω πως είναι για μένα μεγάλη χαρά που σε γνώρισα και θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη να ερχόσουν στην Κύπρο.

Σου στέλνω δύο βιβλία μου, ένα ποιητικό και ένα με δοκίμια. Σου εύχομαι καλό καλοκαίρι και η ποίηση να είναι πάντα μέσα στα σχέδιά σου

Ανδρεανή Ηλιοφώτου
Φιλόλογος – Συγγραφέας

Σπάνιο βιβλίο

Αν χάθηκαν
στην άμμο τα πολλά, κάποια τα πρόλαβα
Τ’ άλλα ας είναι εκεί καλά κρυμμένα, ασφαλή
Το σπάνιο βιβλίο αδιάβαστο, αν έμεινε,
καθόλου δεν μου κακοφαίνεται·
αρκεί που το ψηλάφισα και ξέρω πως υπάρχει
ακόμα και αυτό είναι για μένα κάτι
Ελπίζω σ’ ένα καινούριο άνοιγμα
που θα μπορώ σημάδια του να διαβάζω

 

Φίλιος

Τα χείλη η δίψα στέγνωσε
Νερό! Ικέτευσα.

Άκου
«Στη γη πληρώνεις ακριβά ό,τι η ανάγκη επιβάλλει
Έχεις τον οβολό;
Εσύ ζεις μέσα από μας και ’μεις απ’ την ανάγκη σου»

Αδύνατον ψιθύρισα· η κατοχή πέραν πάσης αμφιβολίας!

Πηγή αναζήτησα αλλού
Να μην ανήκει σε κανέναν, είπα. Μα πουθενά!

Η δίψα φλόγα γίνεται τα σπλάχνα σιγοκαίει

Ασφυκτιώντας προχωρώ
Το κάθε δάκρυ μου σταγόνα αντοχής να υποτάξω τα ακραία

Και καθ’ οδόν
Άνθρωποι μ’ άλλους συγχέονται ανθρώπους
Χάνουν παλιές μορφές και αποκτούν καινούργιες
Έτσι και ’γώ σ’ ένα στροβίλισμα έχασα τη δική μου

Άλλο δεν είχα τίποτα να χάσω. Και προχωρώ.

Καινούργιο χέρι άπλωσα σ’ αυτό που πλησιάζει
Με εμπιστοσύνη αφέθηκα
Όπως η ψυχή ανοίγεται σε άνθρωπο που αγαπάει

Στην παρουσία σου νιώθω ανεξήγητη χαρά

Κοίτα!
Τα μυστικά που έκρυβα
κι αυτά που έκρυβαν οι άλλοι, ένα προς ένα φανερώνονται
Κι άλλα…
που μόλις τα πλησιάζω, στην άμμο χάνονται

Ανθρώπινη συνήθεια, είπε, έχεις ακόμα…

Διψώ

Κάπου εδώ υπάρχει μια πηγή
Αν το λίγο που απέμεινε αφαιρέσεις
μπορεί και να φανερωθεί

Αίφνης,
στα δυο χωρίζομαι η μια την άλλη να κοιτάζει
πιο συμπαγής η μια, πιο διάφανη η άλλη
και πάλι ένα γίνονται.

Η δίψα έσβησε!
Μέσα σε ουρανί χροιά απομακρύνεσαι
Φίλιος, σιγοψιθύρισα, κι ας σε φοβούνται άλλοι
αφού εσύ τη γήινη ζωή μου θα σφραγίσεις.