Από την υπό έκδοση συλλογή

«Η ζωή ως τέχνη»

Στεφανία ΣτεφάνουΕνδόμυχος Λόγος

Εκεί που η σκέψη αδυνατεί
η φαντασία αξιώνει Εκεί η ποίηση.
Πηγή του νου! Πυρφόρος Κόρη, εν μέσω
σκοταδιών διαλύει φράγματα, εφιάλτες, φόβους.
Στιγμές
σταθμεύει μέσα μας, θαρρείς κι ακινητεί ο χρόνος
Αθόρυβα το έργο της χαράσσεται στη μνήμη
Ορίζει το παιχνίδι και δεν ορίζεται
Κάποτε φτάνει στην άκρη των δακτύλων.
Επιθυμία της
να σαρκωθεί σε λόγο, να πραγματώσει το ταξίδι της

 

Προς εαυτόν

Πες μου. Μίλησες με το χρόνο;
Εχθρός ή σύμμαχος έχει τον τελευταίο λόγο
Αλήθεια
σου επέτρεψε, έστω μία φορά, να τον διαπεράσεις;
Έτρεξες;
Γονάτισε η βούληση μπρος στην επιθυμία;
Ένιωσες μες τη σιωπή τη χρεία των πραγμάτων;
Κάπως έτσι αυτός φιλιώνεται μαζί μας
Ο χρόνος τρόπο εξαγοράς δεν έχει
παίχτης σκληρός, που λοιδορεί και σβήνει αθόρυβα
όσα ευτελή πεισματικά θέλουν να διαρκέσουν
Η γνησιότητα
δεν υπακούει σε συγγένειες, ούτε και σε φιλίες
Όταν ο λόγος αναδύεται η γλώσσα βρίσκει το ρυθμό της

 

Υπομειδίασα…

Στο χώμα έζησα
και σε πολλές ανθρώπων συνειδήσεις εμβαπτίστηκα
Πλήθος πνοές ξύπνησαν μέσα μου
Η κάθε μια, με το κενό και με το βάσανο της χαραγμένο
Πορεία αναπόφευκτη…
Με συντροφιά το λόγο που καίει τις κεφαλές του φόβου
Γλιστρώ στα σκοτεινά  και χάνομαι…
για να ξημερωθώ σ’ ένα της άνοιξης νησί
Αφήνομαι το θέαμα να χαζέψω.
Εδώ ανοίγουν τα χαμόγελα, μορφές συναπαντιούνται…
Εδώ οι αποστάσεις…
μηδενίζονται  κι εναρμονίζεσαι με τη ροή του όλου
και  παρακεί, μιά παρουσία
γνώριμη με τ’ ακροδάχτυλά της να μεταγγίζει φως
Συμβαίνει και αυτό;
«Από κοντά ή  μακριά
αυτή η κρύα φλόγα μας ζεσταίνει», λέει
κι αδειάζει ο ουρανός ένα κομμάτι θάλασσα
Βιαίως ξεπέζεψα και ’γω. Στην πέτρα κάθισα …να πάρει
χρόνο η όραση για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα
Στρατιές ανυποψίαστων δίπλα μου θορυβούν
Υπομειδίασα…

 

Απέριττος λόγος του Γιώργου Χειμωνά

Γράφοντας έχω βαθιά ταπεινωθεί ώρα την ώρα,
μέρα με την ημέρα, βιβλίο με το βιβλίο
Ότι απόμεινε: Το νόημα. Τα κείμενα.
Για τη γραφή των άλλων δεν μιλώ
Μόνο για τη δική μου γνωρίζω να μιλώ.
-αν το γνωρίζω-.
Ευθύνη άλλη δεν αναγνωρίζω.
Ότι κοινό με τους ανθρώπους τα κείμενα
Αυτόπτες μάρτυρες
Θα μας συνδέουν, στη σκοτεινιά των απεράντων

Αυτούσιες, ενοποιημένες φράσεις, από το λόγο του Γ. Χειμωνά

 

Ανεκτίμητες Αρχαιότητες 2007

Στάχτη!
Ο πεύκος με τον έλατο και την Μαντήλια ελιά
Μια άτυχη στιγμή και μια μυαλού ακινησία
παρέα με τον άνεμο στάθηκαν ικανά να γίνει …
χοάνη ηφαιστείου ο άλλοτε παράδεισος.
Οι φλόγες και τα κατεστραμμένα γύρω μας…
Των δένδρων τα θεμέλια καπνίζουν μέρες τώρα
Γέμισε ο τόπος με στοές αντί για αιώνιες ρίζες.
Εικόνες καταστροφής τον ύπνο μας ταράζουν
Ήλιε!
Πόσες φωτιές, πόσα δεινά θα φέρει η απληστία;
Πόσες ντροπές θα συσσωρεύσει ο τόπος;
Πόσες αυγές
θα χρειαστούν για να συνομιλήσουν πάλι
ο πεύκος με τον έλατο και την Μαντήλια ελιά;
Δικαίωση στην ύπαρξη τα όσα ξεστομίζω
Ανάγκη να τα πω.

 

Ερώτημα  αναπάντητο

                      Στην αλησμόνητη φίλη
                       Μαρία Παπαθεοφάνους

Μαρία
Σε περίμενα γεμάτη προσμονή
Να ακούσω τα χαρμόσυνα που είχες υποσχεθεί
Καμπάνα θλιβερή έφερε τα δυσάρεστα
«Αισθάνομαι άβολα» μου είπε,
«που γίνομαι κακών ειδήσεων μεταδότης
Μην περιμένεις, δεν έρχεται, δεν θα την ξαναδείς
Έσβησε μες τη φωτιά και στους καπνούς»
Μαζί και το όνειρό της.  Κλάψε. Είναι βαρύς ο θρήνος
Νιάτα που μόλις την ευτυχία άγγιξαν, χάθηκαν
Μαζί στον έρωτα μαζί στο θάνατο.
Τόσο νέοι! Τόσο άδικα!
Λες, και ζήλεψε η ίδια η ζωή
όσα απλόχερα τους χάρισε
σε ανύποπτη στιγμή τα πήρε όλα πίσω
Η δράση της αλησμόνητη
ανέτρεπε παγιωμένες καταστάσεις.
Σαράντα χρόνια πέρασαν κι ακόμα αναρωτιέμαι
Μαρία, έφυγες πραγματικά ευτυχισμένη
ή κάτι άλλαξε στην πορεία
Κάθε φορά που αναρωτιέμαι, κάθε φορά δακρύζω

 

Χέρι φιλίας έτεινες
την υποδέχτηκα ανεπιφύλακτα   

 

Technocracy

Έχει πολλούς ναούς η τεχνοκρατία
για να ορκίζονται οι αφελείς στην δύναμή της
Οι εκπρόσωποί της καθιερωμένοι απόμακροι «θεοί»
Τα σύμβολά της
στα χέρια μας λατρεύονται σαν μια εικόνα παναγιάς
που φύλαγαν στον κόρφο τους γιαγιάδες άλλων εποχών.
Θρησκεία το σύστημα
κι όποιος αμφισβητεί, αιρετικός λογίζεται

 

Ανθρωπόκαινος εποχή

Ζωή:
Ό,τι μας περιβάλλει και μας συνέχει
Απρόσμενα
χτυπάει κέντρο δίχως καθόλου ν’ αστειεύεται
αφήνοντας
τις ψευδαισθήσεις στο θέατρο του παραλόγου.
Να μας θυμίζει όσα… εγωιστικά εμείς ποδοπατάμε.