Έβδομος Κύκλος Στεφανία Στεφάνου

Έβδομος Κύκλος

Όσο διευρύνεται το άνοιγμα στο ασυνείδητο τόσο αυτό 

ξεχύνεται στο φαίνεσθαι.  

Το άγνωστο το μέσα μας γίνεται  προσβάσιμο, οικείο γίνεται πλούτος μας. 

«Τα πάθη μας τα κάλλη μας».

Συγγραφέας: Στεφανία Στεφάνου
Εκδόσεις: Εκδόσεις Πιτσιλός
Έτος έκδοσης: 2003
Αριθμός σελίδων: 40
ISBN: 978-960-7826-61-9

Αθήνα, 14/02/2004

Αγαπητή κυρία Στεφάνου,

Ωραία, συγκινητικά, πηγαία τα ποιήματά σας που συμπυκνώνουν εμπειρίες του έρωτα και της ζωής. Τι να πρωτοδιαλέξω «Κάτι ξέρει και κρύβεται η φύση», «μπορεί και η θάλασσα απ’ τα μαλλιά της να πιαστεί», « Μέρος του εκκλησιάσματος δεν είμαι/ στον έρωτα τη μοιρασιά δε δέχομαι/ τον άρτο τον θέλω ολόκληρο ή τίποτα/ Έστω/ κι αν χρειαστεί να πω αντίο.

Κανένα βιογραφικό. Καμία σήμανση. Αυτό είναι καλό. Συνεχίστε. Ή μάλλον τυπώστε αυτά που γράψατε πριν από τις «Π.Κ.Υ.Τ.Σ.Τ.Δ.». Μπράβο σας και καλή συνέχεια.

VASSILIS BASSILIKOS

VIII

Έχω ανοίξει ένα μάτι που γυρνάει σαν τη γη

Και σε βρίσκει παντού
Στο αέρα, στη γη και στα κύματα
Στους κρυφούς μου τους κώδικες
Χαραγμένη τώρα
Καθαρά η μορφή σου με γραμμές ανεξίτηλες

Με της σκέψης το άνοιγμα προβάλλεις κυρίαρχος
Στις χαώδεις
Σαν πλανιέμαι στιγμές  κι αναλώνομαι άσκοπα
Να χαράζεις πορεία
Σαν κυλάει το δάκρυ το μαζεύεις αγίασμα
Τις ώρες που σβήνω το χέρι σου απλώνεις και με σηκώνεις
Πριν πέσω για ύπνο σου λέω καληνύχτα
Φρουρός εσύ παραμένεις εκεί

Δεν μπορώ να σιωπήσω είναι νάρκη  η σιωπή

Καθαρά το δηλώνω να τ’ ακούσεις εσύ και συνάμα ο κόσμος

Μη μου αλλάζεις πορεία
Σε παλιούς εραστές και σατύρους
Μη με στέλνεις
Δεν ανήκω εκεί, έχω φύγει από κει
Δε γυρίζω εκεί
Θα καρφώσω τα πόδια στη γη και θα μείνω
Άγαλμα
Με τσαλακωμένες τις σάρκες και τα χέρια απλωμένα

Άφησέ με

Έχω μάθει στα σκληρά να γυμνάζομαι
Να! Τώρα μόλις Έχει ανοίξει το στέρνο
Ένας ήλιος έχει καθίσει εκεί

Άφησέ με
Να γεμίζω ουρανό και να αδειάζω κομμάτια από θάλασσα

 

XI

Ξέρεις
Ν’ αλλάζεις πρόσωπα και μορφές
Αν η ανάγκη επιβάλλει μυστικά
Να ανιχνεύεις παραδείσους

Όμως σε μένα αγνώριστος δε μένεις
Με μάτια ορθάνοιχτα κι αυτιά σε πλήρη ετοιμότητα
Παρακολουθώ
Πως το κλειδί γυρνάς, πως μπαίνεις στον Παρθενώνα
Πως ξεδιπλώνονται άφοβα
Κώδικες μυστικοί, της  ιστορίας πρόσωπα ξεχασμένα
Μορφές απ’ του καιρού τη σκόνη σκεπασμένες
Πάνω στο χάρτη ζωντανά γεννήματα της φύσης

Άλλοι στη Λεωφόρο της χαράς
Με μουσικές εξαίσιες και χορούς
Κι άλλοι σε σκοτεινούς μονόδρομους
Με πρόσωπα στεγνά χέρια καθηλωμένα
Σε χρέη παλιά που επιτακτικά να πληρωθούν γυρεύουν

Κι άλλα πρόσωπα που καραδοκούν
Πίσω απ’ την αδυναμία
Να εισπράξουν από έναν έρωτα
Που ακόμα δεν ευτύχησε να δει τα καρποφόρα του όλα

Και συ εκεί με βεβαιότητα
Που μόνο η σοφία επιτρέπει
Τ’ αδύναμα με ίδιον χάρισμα να οδηγείς
Στην όχθη την αντίπερα με τα ασημένια δένδρα
Και ξαφνικά
Μες το νερό βουτάς και χάνεσαι
Γιατί είσαι απ’ άλλη γενιά ανδρών που δεν
Ευτύχησε στη γη ξανά να κατοικήσει

Όμως
Μονάχος σου και συ το μεγαλείο εξαργυρώνεις
Κρυφά το δάκρυ κύλησε
Ως Ίασπις στ’ αριστερό μου στήθος
Για να καλύψει το κενό που άφησε του πόνου η περόνη
Την ίση να φέρει ανταπόδοση
Που ξέρει καλά στα σπλάχνα της να κρύβει η θυσία

Είναι νωρίς μας είπε ο ποιητής
«Στον κόσμο αυτό γι ανθρώπους τέτοια αγάπη»

Δεν έπεσαν ακόμα οι αυτοκρατορίες όλες

Είναι νωρίς το νιώθω
Κι ευτύχημα που έμαθα με στίχους να γαληνεύω τ’ άλογο
Το πλήρες σταφυλιών που αχαλίνωτα επιθυμεί
Τον κόσμο να διατρέξει

 

X

Από παιδί
Άνοιγες μονοπάτια άγνωστα
Που δύσκολα ανθρώπινη υπόσταση
Μπορεί να ανιχνεύσει

Δεν τρόμαζα
Το στήθος όρθωνα σε Ηράκλειους κινδύνους
Ναι δε δείλιασα
Στον ουρανό κάθετα ανηφόρησα
Να δω στων άστρων τις παλάμες τα γραμμένα

Γιατί τα σπλάχνα μου ματώσανε;
Γιατί  γαλάζιο κύμα κύλησε
Και εγώ βάφτηκα κόκκινη!

Τυφλή δεν ήτανε η μοίρα που με οδήγησε
Εγώ είχα μισόκλειστα τα μάτια
Γι αυτό κουράστηκα

Ήσουν βαθιά θεμελιωμένη αγάπη μου
Κι ώσπου ν’ αναδυθείς αρχαία ελληνίδα σκέψη
Ξεθεμελιώθηκα

Ύπνε κατέρρευσα
Στην αγκαλιά σου πάρε με ώρα να κοιμηθώ

 

ΧΙΙ

Με κόρη οφθαλμού στο αχανές
Και στο δεξί μου χέρι ένα δαδνόξυλο
Να πορευτώ ποιητικά γυρεύω
Σε φαλακρή κορφή ενός βουνού που ακόμα όνομα δεν έχει
Στέκω. Προ της ανατολή κοιτάζω

Το φως πάντα από εκεί μας έρχεται

Μοίρα μου
Εσύ πάλι μπροστά μου είσαι
Με τη χρυσή στολή σε κάδρο κρεμασμένη
Και τις διόπτρες σου στο χώμα εστιασμένες
Ήχος μεγαλωμένος στ’ αυτιά μου η φωνή

Αθανασία, εσένα ψάχνω

Τι έστι αθανασία δεν αποκρυπτογράφησα
Εράστριας είναι όνομα ή τ’ όνομα της αιωνιότητας
Απ’ την ανάσα μου μορφή γυναίκας σχηματίζεται
Πρόσωπο γελαστό, μαλλιά που ανεμίζουν
Χέρια γεμάτα από ζωή, μια έρχεται μια φεύγει
Μα εσύ στο ελάχιστο έχεις ακόμα τις διόπτρες

Αθανασία, εσένα ψάχνω

Και η Αθανασία ευθυτενής
πλέκει για μας μήνυμα ευτυχίας
Σημάδι που δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν

Την μέχρι τώρα αφόρετη στολή σηκώνω από το κάδρο
Μ’ ένα μου μόνο φύσημα ο χρόνος αφανίζεται

Λάμπουσα τώρα τη φοράς

Σε ώρα μηδέν
Το σήμα δίνεται από ορατές δυνάμεις

Δύο τα σώματα
Σε πανδαισία παλμών και ηχοχρωμάτων στροβιλίζονται
Ένα το σύννεφο
Το τρίτο κιόλας γεννήθηκε

Βρέφος
Μόλις αντίκρισε το φως μιλάει
Έχει βαθιά καταγωγή και μάνα ποιήτρια ψυχή